οἰωνοσκοπητικός

οἰωνοσκοπητικός
οἰωνοσκοπ-ητικός, ή, όν,=οἰωνοσκοπικός : -κή, , Eust.961.43.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οιωνοσκοπητικός — οἰωνοσκοπητικός, ή, όν (Α) [οιωνοσκοπώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οιωνοσκόπο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνοσκοπητική η τέχνη τού οιωνοσκόπου, η παρατήρηση τών οιωνών για την πρόβλεψη τού μέλλοντος …   Dictionary of Greek

  • οἰωνοσκοπητικόν — οἰωνοσκοπητικός masc acc sg οἰωνοσκοπητικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκοπητικῆς — οἰωνοσκοπητικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκοπητικήν — οἰωνοσκοπητικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκοπητικῷ — οἰωνοσκοπητικός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”